- ακρέμαστος
- (I)-η, -ο [κρεμαστός]1. αυτός που δεν κρεμάστηκε ή δεν είναι δυνατόν να κρεμαστεί από κάπου2. αυτός που δεν θανατώθηκε με απαγχονισμό.————————(II)-η, -ο [κρέμαση](για ακροκέραμα στέγης κ.λπ.) εκείνος που δεν έχει κρέμαση* για να φεύγουν τα νερά, που δεν είναι επικλινής.
Dictionary of Greek. 2013.